Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βλεφάρων φάος

См. также в других словарях:

  • συλεύω — Α (επικ. τ.) 1. αφαιρώ τα όπλα κάποιου 2. εξαπατώ και, κυρίως, λαφυραγωγώ κάποιον με τεχνάσματα 3. (γενικά) αποστερώ («συλεύεις βλεφάρων φάος ὄμμασιν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί τού συλῶ, *άω, σχηματισμένος κατά τα ρ. σε εύω για… …   Dictionary of Greek

  • περιφαής — ές, Α 1. αυτός που λάμπει προς όλες τις διευθύνσεις 2. αυτός που τά βλέπει όλα («βλεφάρων περιφαέα κύκλα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φαής (< φᾶος «φως»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»